αλσύλλιο(ν)

αλσύλλιο(ν)
το рощица; небольшой парк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλσύλλιο(ν)" в других словарях:

  • αλσύλλιο — το μικρό άλσος, μικρό πάρκο: Στη γειτονιά μου υπάρχει ένα ωραίο αλσύλλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλσύλλιο — το (υποκορ. τού άλσος) μικρό άλσος, δασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + υποκορ. κατάλ. ύλλιο) …   Dictionary of Greek

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek

  • δενδρύλλιο — το δεντράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) ύλλιο(ν)* (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • πάρκο — το 1. μικρό τεχνητό δάσος, άλσος, αλσύλλιο 2. μεγάλος δημόσιος κήπος που προορίζεται για περίπατο ή αναψυχή 3. μεγάλη δεντροφυτεμένη έκταση μέσα σε πόλη ή γύρω από μιαν έπαυλη ή έναν πύργο 4. μεγάλη δασώδης περιοχή που προορίζεται για αναψυχή και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»